- ξυλοκαρυόφυλλον
- ξυλοκαρυόφυλλον και δ. γρφ. ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α)το καρυόφυλλο, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καρυόφυλλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλοκαρυόφυλλον — clove neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκαρυοφύλλου — ξυλοκαρυόφυλλον clove neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκαρυοφύλλων — ξυλοκαρυόφυλλον clove neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARYOPHYLLA — inter florum illustriores, quorum gratiae cedat tulipanarum gloria, tum coloris varietate, tum odoris suavitate. Duo genera summa, hortense et silvestre, per omnia, nisi molem spectes ex alimento, paria. Folia illis bina undiquaque ad eundem… … Hofmann J. Lexicon universale
ξηροκαρυόφυλλον — ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. ξυλοκαρυόφυλλον … Dictionary of Greek
ξυλοκάρυον — ξυλοκάρυον, τὸ (Α) το ξυλοκαρυόφυλλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρυον «καρύδι»] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek